πρόσκλισις

πρόσκλισις
πρόσ-κλῐσις, εως, ,
A leaning against,

ζῴου πρὸς δένδρον D.S.3.27

.
2 genuflexion, Iamb.Myst.1.12 (pl.).
II inclination, predilection,

τῶν γερόντων Plb.6.10.10

; τινι to one, Id.5.51.8;

αἵρεσίς ἐστι π. δογμάτων Stoic.2.37

; π. δόγμασιν ibid., D.L. Prooem.20, S.E.P.1.16; μετὰ -κλίσεως Carnead. and Clitomach. ap. eund.ib.230; κατὰ πρόσκλισιν with partiality, 1 Ep.Ti.5.21.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόσκλισις — leaning against fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκλίσει — πρόσκλισις leaning against fem nom/voc/acc dual (attic epic) προσκλίσεϊ , πρόσκλισις leaning against fem dat sg (epic) πρόσκλισις leaning against fem dat sg (attic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσκλίσεις — πρόσκλισις leaning against fem nom/voc pl (attic epic) πρόσκλισις leaning against fem nom/acc pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσκλισιν — πρόσκλισις leaning against fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσροπή — ἡ, Α [προσρέπω] (κατά τον Ησύχ.) η κλίση προς ορισμένη διεύθυνση, πρόσκλισις* …   Dictionary of Greek

  • πρόσκλιση — η / πρόσκλισις, ίσεως, ΝΑ [προσκλίνω] 1. κλίση, ροπή, τάση προς μια κατεύθυνση 2. στήριξη επάνω σε κάτι, ακούμπημα 3. ψυχική κλίση, συμπάθεια προς κάποιον ή κάτι νεοελλ. (κυρίως για χαιρετισμό) κλίση τού κορμού ή τής κεφαλής προς τα εμπρός,… …   Dictionary of Greek

  • προσκλίσεως — προσκλίσεω̆ς , πρόσκλισις leaning against fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”